- ἀβάτου
- ἄβατονuntroddenneut gen sgἄβατοςuntroddenmasc/neut gen sgἄβατοςuntroddenmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
АВАТОН — [греч. ἄβατον место, куда нет прохода], греч. термин, обозначающий свод правил, запрещающих вход определенных категорий лиц за стены мон ря во избежание соблазна (см. 1 Кор 10. 32 33; VII Всел. 18, 20). Этот запрет берет начало от устроителя… … Православная энциклопедия